- θεμελίωμα
- και θεμέλιωμα, το [θεμελιώνω]1. το αποτέλεσμα τού θεμελιώνω, η θεμελίωση2. μτφ. ίδρυση, στήσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεμελίωμα — το, ατος και θεμέλιωμα, το ατος, τοποθέτηση θεμελίων: Θεμέλιωμα του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετοιμασία — η (ΑΜ ἑτοιμασία) [ετοιμάζω] προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες») αρχ. μσν. 1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ. β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.) 2.… … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek